βιοκοινότητα

βιοκοινότητα
η
βιοκοινωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • υδροσειρά — η, Ν βιολ. διαδοχή που αρχίζει σε έναν βιότοπο με άφθονο νερό, και, πιο συγκεκριμένα, πρωτοπόρα φυτική βιοκοινότητα με είδη τα οποία εξαρτώνται από τη χημική φύση τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrosere] …   Dictionary of Greek

  • βιοκατοικία — Το τμήμα μιας περιοχής ή ενός οικοσυστήματος στο οποίο ένας οργανισμός ή μια βιοκοινότητα συναντάται ή ζει. Η β. εξασφαλίζει την κάλυψη των περισσότερων αναγκών των οργανισμών που ζουν σε αυτή και συνήθως φιλοξενεί περισσότερα από ένα διαφορετικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”